-
1 ἐκ-πρίασθαι
ἐκ-πρίασθαι ( aor., s. πρίασϑαι), abkaufen, loskaufen; κίνδυνον Antiph. 5, 63 Lys. 27, 6, d. i. die Anklage durch Bestechung abwenden, παρά τινος, Isocr. 3, 22; auch τοὺς κατηγόρους, erkaufen, bestechen, Lys. 20, 15; μεγάλων χρημάτων τὴν σωτηρίαν D. Cass. 62, 28.
См. также в других словарях:
προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… … Dictionary of Greek